Αντλίες και Νευροδιεγέρτες


Αντλίες και Νευροδιεγέρτες, η επανάσταση στην νόσο Πάρκινσον

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές εξελίξεις για την αντιμετώπιση της νόσου Πάρκινσον. Εφαρμόζονται πια επεμβατικές μέθοδοι όπως η αντλία DUODOPA, και η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση με εμφύτευση νευροδιεγέρτη (Deep Brain Stimulation,DBS).

Ένας ασθενής με τουλάχιστον πέντε έτη νόσο Πάρκινσον και σημαντικές διακυμάνσεις στην κινητικότητα, έχει την δυνατότητα να εξεταστεί από διεπιστημονική ομάδα, ώστε να επιλεγεί η καταλληλότερη μέθοδος που θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής του με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο, ανακουφίζοντας παράλληλα και την επιβάρυνση των φροντιστών του. Στην βασική ομάδα συμμετέχουν εξειδικευμένος νευρολόγος, νευροψυχολόγος και ψυχίατρος. Ενώ για την τελική επιλογή συμμετέχουν κατά περίπτωση νευροχειρουργός ή γαστρεντερολόγος

Τι είναι ο νευροδιεγέρτης DBS και ποια τα αποτελέσματά του;

            Στην Πάρκινσον γνωρίζουμε ότι, δυσλειτουργεί το κύκλωμα των βασικών γαγγλίων που είναι υπεύθυνο για την  κίνηση. Με τον νευροδιεγέρτη, επαναφέρουμε το κύκλωμα των βασικών γαγγλίων σε μια πιο φυσιολογική κατάσταση χρησιμοποιώντας ηλεκτρική διέγερση.

Η συσκευή που χρησιμοποιείται για το DBS μοιάζει με βηματοδότη και αποτελείται από τον νευροδιεγέρτη, που εμφυτεύεται στο θωρακικό τοίχωμα, και το ηλεκτρόδιο διέγερσης, που καταλήγει στον εγκέφαλο, στον πυρήνα που έχουμε επιλέξει να διεγείρουμε. Η εμφύτευση του λεπτότατου ηλεκτροδίου διέγερσης γίνεται με μεγάλη ακρίβεια στο χειρουργείο με στερεοτακτική μέθοδο. Ο ασθενής είναι ξύπνιος και συνεργάζεται κατά την διάρκεια της εμφύτευσης με τον νευρολόγο, που επιλέγει την καλύτερη θέση του ηλεκτροδίου με νευροφυσιολογική χαρτογράφηση. Μετά την επέμβαση και για χρονικό διάστημα έως έξι μηνών ακολουθούν εβδομαδιαίες ρυθμίσεις των παραμέτρων του νευροδιεγέρτη από νευρολόγο σε εξωτερική βάση.

 Η επιτυχία του DBS εξαρτάται απόλυτα και από την σωστή η όχι ρύθμιση αυτών των παραμέτρων που εξατομικεύονται για κάθε ασθενή. Προσφέρει βελτίωση κατά μέσον όρο 73% των κινητικών συμπτωμάτων και 58% μείωση της φαρμακευτικής αγωγής. Αυτό σημαίνει ότι ένας ασθενής 55 ετών που κινδυνεύει να χάσει την εργασία του μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται ή ένας άλλος 65 ετών μπορεί να συνεχίσει να χαίρεται την ζωή χωρίς την αναπηρία και τους περιορισμούς της νόσου. Η διάρκεια των αποτελεσμάτων αυτών είναι τουλάχιστον τα δέκα έτη.


Τι είναι η αντλία συνεχούς έγχυσης DUODOPA

Η αντλία DUODOPA  είναι  μια φορητή αντλία συνεχούς έγχυσης που παρέχει υγρή ντοπαμίνη στον ασθενή, μέσω ενός λεπτού καθετήρα που καταλήγει στην κοιλιά του.

Ο καθετήρας καταλήγει στον δωδεκαδάκτυλο, όπου γίνεται και η απορρόφηση της LDOPA. Αυτό εξασφαλίζει σταθερότερη απορρόφηση και ομαλότερα επίπεδα ντοπαμίνης στο πλάσμα. Η αντλία είναι φορητή και προσφέρει μεγάλη αυτονομία κίνησης στον ασθενή ο οποίος μπορεί να συνεχίσει τις καθημερινές του δραστηριότητες. Η επέμβαση για την τοποθέτηση του καθετήρα διαρκεί περίπου μία ώρα, ενώ μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς επέμβαση σε περίπτωση που αργότερα θελήσει ο ασθενής. Τα αποτελέσματα είναι ανάλογα με αυτά του DBS.



Πότε είναι ο κατάλληλος χρόνος - Βασικά κριτήρια επιλογής

Οι επεμβάσεις για την Πάρκινσον δεν γίνονται σε τελικού σταδίου ασθενείς. Πρέπει να γίνονται την κατάλληλη στιγμή, ώστε να αποφεύγονται  οι πτώσεις, τα κατάγματα, ο κλινοστατισμός, η αναπηρία και να επιτυγχάνεται η ανεξαρτητοποίηση του ασθενή και της οικογένειάς του. Η κατάλληλη στιγμή είναι όταν ο ασθενής έχει:

  1. Σοβαρή δυσκολία στις καθημερινές δραστηριότητες εξαιτίας της νόσου
  2. Καλή δράση της ντοπαμίνης στα κινητικά συμπτώματα
  3. Συχνή χρήση ντοπαμίνης (τέσσερις ή περισσότερες φορές ημερησίως)
  4. Απουσία ψυχικών νοσημάτων ή σοβαρής άνοιας
  5. Υποστηρικτικό περιβάλλον
  6. Βιολογική ηλικία μέχρι 75 ετών , για το DBS, ενώ δεν υπάρχει όριο ηλικίας για το DUODOPA.
Η αντλία DUODOPA όπως και η εμφύτευση νευροδιεγέρτη (Deep Brain Stimulation,DBS) είναι αξιόπιστες μέθοδοι αντιμετώπισης της  Πάρκινσον και πρέπει να εφαρμόζονται την κατάλληλη χρονική στιγμή, από εκπαιδευμένη διεπιστημονική ομάδα και σε επιλεγμένους ασθενείς, ώστε να αποφεύγονται επιπλοκές και να επιτυγχάνεται η ανεξαρτητοποίηση του ασθενή και της οικογένειάς του.